συκίς

συκίς
σῡκ-ίς, ίδος, ,
A slip or cutting from a fig-tree, Ar.Ach.996, Fr.374.
II one suffering from

σῦκον 11

, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συκίς — σῡκίς , συκίς slip fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίς — ίδος, ἡ, Α 1. παραφυάδα συκιάς 2. (για γυναίκα) αυτή που έχει σαρκώδη εξανθήματα στο σώμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • συκάς — Ημιορεινός οικισμός (303 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σπερχειάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 303 κάτ.). * * * (I) ο, Ν 1. πωλητής σύκων 2. άλλη κοινή… …   Dictionary of Greek

  • συκιδαφόρος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνίοτε ὁ συκοφάντης ποτὲ δὲ ὁ συκοπρωκτος» 2. (κατά τον Φώτ.) «συκιδαφόρος ἐστίν ὁ ἐπὶ παντὶ δυσαρεστούμενος καὶ ἀνάγωγος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συκίς, ίδος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • συκίδα — σῡκίδα , συκίς slip fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδας — σῡκίδας , συκίς slip fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδες — σῡκίδες , συκίς slip fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδι — σῡκίδι , συκίς slip fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδων — σῡκίδων , συκίς slip fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”